24 Ιουνίου 1956, Λεωφόρος Αλεξάνδρας. Τελικός Κυπέλλου Ελλάδος: ΑΕΚ-ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ 2-1. Σκόρερς: 22’ Χανιώτης, 67’ Κανάκης – 26’ Δαρίβας. ΑΕΚ: Σεραφείδης, Παραγιός, Καρακατσάνης, Τσαγγάρης, Ζωγράφος, Πούλης, Εμμανουηλίδης, Κανάκης, Χανιώτης, Σταματιάδης, Κουρτίδης. O TAKHΣ ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ πέμπτος από αριστερά στην απονομή. |
Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν περιμένουν τον χρόνο να δημιουργήσει τον μύθο τους. Έχουν το χάρισμα να είναι μύθοι από γεννησιμιού τους. Ένας τέτοιος εκ γενετής μύθος είναι ο Τάκης Κουρτίδης. Ο θείος Τάκης ή σκέτα Τάκης, όπως των προσφωνούμε, έχει μία σύζυγο, δύο κόρες, τέσσερις αδελφές, έναν αδελφό, δέκα ανίψια, έναν εγγονό και κάμποσα εγγόνια των αδελφών του. Για όλους μας είναι ένας μύθος. Όταν λες Τάκης, έρχονται αυθόρμητα στο μυαλό αμέτρητες ηρωικές ιστορίες, που είτε αφορούν τον προσωπικό μας χρόνο, καθώς με κάποιο μαγικό τρόπο ήταν πάντα παρών και στα καλά και στα άσχημα, είτε αφορούν τον ευρύτερο χρόνο και έχουν μεταφερθεί από στόμα σε στόμα. Για την εποχή, που παιδάκι την περίοδο της ιταλικής κατοχής έκανε τον λούστρο στους Ιταλούς, που τον συμπάθησαν και του έδιναν τρόφιμα για την οικογένειά του. Για την εποχή που ήταν ποδοσφαιριστής του Εσπέρου και τον διεκδικούσαν η ΑΕΚ και ο Εθνικός και τελικά τον πήρε η ΑΕΚ. Για τις ηρωικές λεπτομερείς περιγραφές ποδοσφαιρικών αγώνων. Για τη διαρκή παρουσία του στα σημαντικά και τα ασήμαντα γεγονότα της ζωής μας. Ιδιαίτερα τα αγόρια της οικογένειας, που είχαν αμεσότερη σχέση μαζί του, έχουν να αφηγηθούν άπειρες προσωπικές και μυθικές ιστορίες συνυφασμένες με τον Τάκη. Όμως κι εγώ, αν κι έχω πολλές ιστορίες να διηγηθώ που με αφορούν άμεσα, παραταύτα θα επικεντρωθώ σε μια, από τις ευτυχέστερες της ζωής μου, που αυθόρμητα ήρθε στο μυαλό μου χθες οδηγώντας στην παραλιακή, συνειδητοποιώντας ότι σηματοδοτεί την απαρχή της μυθοποίησής του στο μυαλό μου. |
Την δεκαετία του ’60 ο Τάκης ήταν ένας από τους ελάχιστους, πιθανόν ο μοναδικός, του περιβάλλοντός μας που οδηγούσε αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήταν ένα Ford Taunus. Τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού φόρτωνε σε αυτό τις αδελφές και τα ανίψια του και μας πήγαινε στη θάλασσα για μπάνιο. Η εικόνα παρέπεμπε σε ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, με το υπερφορτωμένο αυτοκίνητο, τις αδελφές με τα χρωματιστά φορέματα και τα μαντίλια, τα παιδιά με τα κοντά παντελονάκια, τα φουστανάκια και τα καπέλα, τα καλάθια με τα φρούτα και τα σάντουιτς, με γέλια και τραγούδια. Οδηγούσε στην παραλιακή και όταν φτάναμε στο Καβούρι, έστριβε δεξιά και καθώς πλησιάζαμε το εκκλησάκι του Αη Γιώργη, έβγαζε τον κορμό του σώματός του έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και οδηγώντας όρθιος άπλωνε το χέρι, έπιανε το σχοινί της καμπάνας της εκκλησίας και τη χτυπούσε δυνατά, με τον ήχο να απλώνεται μέσα στο πευκοδάσος. Αυτή η μαγική σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε φορά που πηγαίναμε στο Καβούρι, δημιουργώντας την αγωνιώδη προσμονή αν θα τολμήσει το εγχείρημα και αν θα τα καταφέρει. Πάντα το επιχειρούσε και πάντα τα κατάφερνε. Αυτή η πρωταρχική ιστορία εγκατέστησε τον Τάκη ως μύθο στο μυαλό μου. Από τότε ακολούθησαν και άλλες ιστορίες εξ ίσου μυθικές. Το αγωνιώδες ερώτημα που αναδύθηκε στιγμιαία στο μυαλό μου είναι σε τι τρέπεται ένας μύθος όταν πεθαίνει; Η απάντηση ήρθε άμεσα και καταλυτικά: τον μύθο δεν τον αγγίζει ο θάνατος, ο μύθος είναι εσαεί παρών. Για τον αγαπημένο μου θείο Τάκη Πολύνα Παραδεισοπούλου |
Τάκης Κουρτίδης: ένας μύθος
Leave a Reply