Ιστορία πόλης Καλλιθέας: Φωτογραφία

Ο συνθέτης και στιχουργός Άκης (Θανάσης) Πάνου
γεννήθηκε το 1933 στην Καλλιθέα.

Ο πατέρας του εργαζόταν στη Βασιλική Φρουρά κι αργότερα στο 15ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ως γραμματέας. Ήταν τέσσερα αδέρφια, τα τρία αγόρια. Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του. Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους.

Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει στο πάλκο, αλλά και σε διάφορες ταβέρνες, βγάζοντας πιατάκι – κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο».

Στα 17 του τό ‘σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την, εφ’ όρου ζωής πιστότατη, Δήμητρα, που πάντως την χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.

Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης ήταν μερικές από τις περιοχές, όπου εμφανίστηκε ως μουσικός μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα. Ήταν η ώρα του συνθέτη. Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το Παιδί που Απόψε Πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ.

Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι να φτάσουμε στο 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα Κλείσω τα Μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Χαρούλα Λαμπράκη. Εκεί αισθάνθηκε και τον πέλεκυ της ανοησίας των λογοκριτών. Μόλις 15 μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η «φτώχεια» και η «μιζέρια», που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού, αντικαθίστανται απο κάτι «λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους.

Η πλέον δημιουργική δεκαετία του Άκη Πάνου έχει ξεκινήσει. «Η πιο Μεγάλη Ώρα», «Η Ζωή μου Όλη», «Και τι δεν Κάνω», «Εγώ Καλά σου τα ‘Λεγα», «Πήρα απ’ το Χέρι σου Νερό», «Δεν Κλαίω για Τώρα», «Για Κοίτα με στα Μάτια», «Ο Τρελός», «Πυρετός». Ακολούθησαν το «Θέλω να τα Πω», «Ο Δρόμος είναι Δρόμος», «Εφτά Νομά σ’ ένα Δωμά».

Το 1974 κάνει την πρώτη καλλιτεχνική υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για ένα μεγάλο δίσκο και συγκρούεται μαζί του. Εκεί που προηγουμένως είχαν ευλαβικά πειθαρχήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου, ο Καζαντζίδης αντέδρασε: Δεν δέχτηκε τον απόλυτο έλεγχο που ήθελε ο συνθέτης στην ηχογράφηση. Έτσι προέκυψαν μόνο 6 τραγούδια και ο δίσκος συμπληρώθηκε με παλαιότερες επιτυχίες του τραγουδιστή. Ωστόσο, μέσα από το αγαπημένο του εννεάσημο μέτρο, που κυριαρχεί και σ’ αυτό τον δίσκο, παρουσιάζει στίχους που υπερβαίνουν τη μόδα της εποχής «φύγε – μη φύγεις», «σ’ αγαπώ – μ’ αγαπάς» και απογειώνουν τις ερμηνευτικές επιδόσεις του απόλυτου Έλληνα ερμηνευτή.

Για το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, το «Η Ζωή μου Όλη», ο Καζαντζίδης είπε: «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο».

Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρών!». Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικος «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μανώλη Μητσιά!

Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο εμπορικότερος δίσκος του. «Θέλω να τα Πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. «Θέλω να τα Πω», «Εφτά Νομά σ’ ένα Δωμά», τα σκωπτικά «Άνοιξε Πέτρο» και «Αδιόρθω Αναρχί» ξεσηκώνουν την Ελλάδα, που έχει μόλις μπει σε μια νέα πολιτικο-κοινωνική εποχή.

Την αμέσως επόμενη χρονιά οι αδελφοί Φαληρέα εκτοξεύουν στο … διάστημα τον δισκογραφικό πύραυλο «Αφιερωμένο Εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Για το “καύσιμο”, δηλαδή για το τραγούδι του «Δε Θέλω τη Συμπόνοια Κανενός», ο Άκης Πάνου γκρίνιαζε πως πήρε πενταροδεκάρες…

Η επόμενη δεκαετία τον βρίσκει να σιωπά καλλιτεχνικά και να φλερτάρει με την επικαιρότητα, μέσω επιστολών και άρθρων. Αποφάσισε να ξανανέβει στο πάλκο για δύο μόνο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί είχε στήσει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές και δεν είχε αφήσει χώρο για πίστα.

Την 1η Αυγούστου 1997 πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά, μη εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε το θύμα με την κόρη του Ελευθερία. Δικάζεται τον Μάρτιο του 1998 από το Μικτό Ορκωτό Κακουργοδικείο Καβάλας. «Δε μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε» έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα. Κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, αλλά ούτε και αυτό της καλλιτεχνικής προσφοράς…

Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή.

Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος. Ήταν 67 ετών.