Ένας, δύο, τρεις, πολλοί απόγονοι της χήνας του Καπιτώλιου

Ἕνας χωριάτης κάποτε τὶς χῆνες του εἶχε πάρει,

γιὰ νὰ τὶς πάει γιὰ πούλημα στῆς πόλης τὸ παζάρι.

Κι ἔτσι, καθὼς βιαζότανε νὰ πάει στὸν προορισμό του,

δὲν ἦταν καὶ πολὺ-πολὺ λεπτὸς στὸ φέρσιμό του.

 

Συχνά-πυκνά, χτυπῶντας τες μ’ ἕνα μακρὺ καλάμι,

τοὺς θύμιζε τὶ θὰ ‘πρεπε ἡ καθεμιὰ νὰ κάνει.

Μὰ ‘κεῖνες, ποὺ σὲ ζόρισμα δὲν ἦταν μαθημένες,

ἀδιάκοπα ξεφώνιζαν καὶ σκούζαν’ οἱ καημένες!

 

Γι΄ αὐτὸ, ὅταν συνάντησαν στὸ δρόμο ἕναν διαβάτη,

τέτοια παράπον’ ἄρχισαν νὰ λέν’ γιὰ τὸν χωριάτη:

Γιὰ κοίτα πῶς μᾶς φέρεται καὶ πῶς μᾶς βασανίζει
  τοῦτος ὁ ἀγροῖκος, ποὺ σκληρὰ τὴ μοῖρα μας ὁρίζει!
   
  Ποιὸς τὸ ‘λπιζε, ποιὸς τὸ ‘λεγε νὰ καταντήσουμ’ ἔτσι
  ἐμεῖς, ποὺ καταγόμαστε ὰπὸ τρανὸ κοτέτσι!
  Ἐμεῖς, ποὺ ἐνδόξους ἔχουμε προγόνους μας ἐκεῖνες
  τὶς θρυλικὲς κι ἀσύγκριτες τοῦ Καπιτώλιου χῆνες, *
   
  ποὺ κάποια νύχτα σώσανε τὴν αἰωνία Ῥώμη
  καὶ τὶς τιμήσαν μὲ γιορτὲς καὶ τὶς τιμοῦν ἀκόμη!

Μὰ ἐσεῖς, γιατὶ γυρεύετε νὰ σᾶς τιμοῦνε τώρα;
  ρωτᾶ ὁ διαβάτης. Τὶ καλὸ ἐκάνατε στὴ χώρα;
   

Οἱ πρόγονοί μας…

Ἔ, καλά. Αὐτὰ τὰ ‘χω διαβάσει.
  Στὴν ἱστορία τῆς χώρας μας γιὰ πάντα ἔχουν περάσει.
  Πεῖτε μου. Ἐσεῖς ποιὸ κάνατε κατόρθωμα μεγάλο;

Οἱ πρόγονοί μας ἔσωσαν τὴ Ῥώμη. Θέλει κι ἄλλο;
   

Μὰ ἐσεῖς, ἐσεῖς τὶ κάνατε, τιμὲς γιὰ νὰ ζητῆστε;

Ἐμεῖς πρὸς ὥρας … τίποτα.

Τότε λοιπόν ἀφῆστε
  ἥσυχους τοὺς προγόνους σας στοὺς τάφους τους νὰ μένουν.
  Ἐκεῖνοι αὐτὸ ποὺ πράξανε, αὐτὸ κι ἀπολαβαίνουν.
   
  Μὰ ἐσεῖς, κυράδες μου, θαρρῶ πὼς θὰ ‘στε τιμημένες,
  σὰν θὰ ‘στε παραγεμιστές ἤ καὶ ξεροψημένες!
   

*

Ὅταν οἱ Γαλάτες ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῆς Ῥώμης αἰφνιδιαστικὰ μιὰ νύχτα τοῦ 400 περίπου π.Χ., οἱ φρουροὶ τῆς πόλης εἶχαν ἀφεθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ὕπνου. Θὰ χάνονταν ὅλοι. Ὅμως οἱ χῆνες τοῦ ναοῦ τῆς Ἡρας στὸ Καπιτώλιο μὲ τὶς τσιριχτὲς κραυγὲς τους ξύπνησαν τοὺς στρατιῶτες, ποὺ κατόρθωσαν ἔτσι νὰ ἀποκρούσουν τοὺς ἐχθρούς.

Οι χήνες (Ivan Andreevich Krylov). Αγνώστου μετάφραση στα ελληνικά.