Τον Σεπτέμβριο του 2005 χάσαμε τον Γιώργο. Στις 23 Οκτωβρίου στο Μοσχάτο, Κυριακή πρωί, έγινε το μνημόσυνο. Μας έχει καλέσει η οικογένεια σε τραπέζι μετά το μνημόσυνο. Ο Κώστας όμως είναι ανένδοτος: «Δεν πάω στο τραπέζι. Θα πάω να δω την Καλλιθέα στη Λιβαδιά».
– Ποιός θα σε πάει;
– Θα με πάει ο Μιχάλης.
Μιχάλης: «Έλα και συ ρε μαζί μας».
– Δεν μπορώ. Έχω τοπικό ντέρμπι. ΕΣΠΕΡΟΣ-ΑΕΚΤ.
– Έλα ρε. Θα προλάβουμε.
– Πως θα προλάβουμε; Στη Λιβαδιά τελειώνουν στις έξι παρά δέκα κι ο Έσπερος αρχίζει στις έξι.
– Έλα. Θα το πατήσω.
– Τι, με το Atos θα πάμε;
– Έλα ρε. Θα κάνουμε το δικό μας μνημόσυνο του Γιώργου, στις σούβλες του Καρακόλιθου που του άρεσαν.
– Τσογλάνια, έρχομαι για το Γιώργο. Ραντεβού στη μία στο ξενοδοχείο. Θα περάσω να σας πάρω.
Δύο και τέταρτο πλησιάζουμε στον Καρακόλιθο. Εδώ έχουν παιχτεί “ντέρμπι” με σέντερ-φορ τον Γιώργο. Τους θυμίζω ότι το 1998, πριν από άλλο παιχνίδι Λεβαδειακού-Καλλιθέας, άνοιξη τότε, Μάϊος, τελευταίες αγωνιστικές της Β’ Εθνικής, είχαμε ξανανεβεί στον Καρακόλιθο για σούβλα. Τότε οδηγούσε ο Γιώργος. Δίπλα του ο Κώστας. Πίσω εγώ, προστατευμένος από τεχνητούς και φυσικούς αερόσακους. Ο Γιώργος έκοψε αριστερά από τον κεντρικό των Δελφών και μπήκε στο δρόμο με τις χασαποταβέρνες. Ελάττωσε ταχύτητα και οδηγούσε με 5 μάω τη μπεμβέ μπροστά από τις σουβλερί. Στην πρώτη δεν ψαινόταν τίποτα. Στη δεύτερη κάτι γύριζε πάνω στη σούβλα. «Γιώργο, αρνί», φώναξε ο Κώστας. Ο Γιώργος σταμάτησε. Η σούβλα βρισκόταν από τη δεξιά πλευρά. Ο Γιώργος κρεμάστηκε πάνω απ’ τον Κώστα και πλησίασε το κεφάλι του στο παράθυρο του συνοδηγού. Σούφρωσε τα χείλη με απογοήτευση. Κάτι υπόλοιπα αρνιού στριφογύριζαν στη σούβλα πάνω απ’ τα κάρβουνα. «Αυτό Κώστα μου δεν είναι αρνί. Κουνέλι είναι». Έγραψε.
Νοέμβρης τώρα. Φτάσαμε οι τρεις. Χωρίς τον Γιώργο. Ανήμερα στα σαράντα του. Ο καιρός είναι καλός. Καθόμαστε έξω, κάτω απ’ τα πλατάνια. Μέσα, στην αίθουσα της ταβέρνας, ετοιμάζεται γαμήλιο γλέντι. Κόσμος πολύς, συγγενείς και φίλοι, έχουν πάρει τις θέσεις τους στα τραπέζια. Μια ορχήστρα ζεσταίνεται με δημοτικά, του Κίτσου η μάνα και τέτοια. Παρά την πολυκοσμία, σερβιριστήκαμε γρήγορα. Φάγαμε το σουβλιστό μας, πίναμε το κρασάκι μας και λέγαμε ιστορίες με τον Γιώργο. Αυτοί γάμο, εμείς μνημόσυνο.
– Θυμάσαι ρε τότε στη Λάρισα;
– Πότε; Τότε με το τρένο ή την άλλη μέσω Βόλου;
– Βόλο… Τι μου θύμισες…
– Ποιό; Εκείνο που μας έστησε ο Γιώργος στη «Ρενώ» μια ώρα κι αντί να ξεκινήσουμε στις δέκα ξεκινήσαμε στις έντεκα;
– Ναι ρε. Μιχάλη το ξέρεις;
– Όχι. Λέγε.
– Ξεκινήσαμε από την Αθήνα στις έντεκα, παίζαμε στο Βόλο στις τρεις και θέλανε στον πηγαιμό να φάμε και ψάρι στον Καραβόμυλο.
– Και τι έκανες;
– Κλείδωσα τα παράθυρα και τους είπα: «Δεν έχει τσιγάρο μέχρι τα Καμένα Βούρλα. Προσδεθείτε. Απογειωνόμαστε».
– Τι, φόρεσαν ζώνες;
– Δεν υπάρχουν ζώνες στα μέτρα τους. Δεν είπαν όμως κουβέντα. Ήσυχοι και άκαπνοι, είμασταν στις δώδεκα στα Καμένα Βούρλα. Εκεί άνοιξα τα παράθυρα για τσιγάρο. Στις δωδεκάμιση φτάσαμε στον Καραβόμυλο.
– Άρα προλάβατε να φάτε…
– Μια χαρά. Ο Γιώργος όμως δεν με εμπιστευόταν ότι από τον Καραβόμυλο θα φτάσουμε στο Βόλο σε μια ώρα. «Βρε καλέ μου εννενήντα χιλιομετράκια είναι». Τίποτα ο Γιώργος. Κάποια στιγμή σηκώνεται για κατούρημα και επιστρέφοντας πλησιάζει τον σερβιτόρο. Σηκώνομαι και γω και πλησιάζω για ν’ ακούσω:
Γιώργος: «Φιλαράκο, πόση ώρα είναι από δω ο Βόλος;»
Σερβιτόρος: «Με ποιό αμάξι;»
Ο Γιώργος δείχνει το δικό μου έξω από την ταβέρνα.
Σερβιτόρος: «Ποιός θα οδηγήσει;»
Ο Γιώργος δείχνει εμένα.
Σερβιτόρος: «Καμιά ωρίτσα».
Χαμογελάω, δεν μιλάω, γυρνάμε στο τραπέζι. Η ώρα είναι δύο. Πληρώνουμε και φεύγουμε.
Τρεις παραπέντε παρκάρουμε πενήντα μέτρα από το Εθνικό Στάδιο Βόλου. «Πετάγομαι στο περίπτερο για τσιγάρα”, τους λέω. “Τρεχάτε στο ταμείο για εισιτήρια». Αγοράζω τσιγάρα κι επιστρέφω γρήγορα προς το γήπεδο. Νέκρα. Ψυχή. Κοιτάζω τους άλλους δυό με απορία. Τι μαλακία κάναμε πάλι; Ξεσπάω: «Γαμώ την Καλλιθέα σας. Ρε Γιώργο, εγώ μένω στο Μαρούσι. Εσύ μένεις στην πλατεία Δαβάκη. Η καφετέριά σου είναι δίπλα στο δημαρχείο. Το ξενοδοχείο σου είναι στις Τζιτζιφιές. Ούτε την ώρα του αγώνα δεν ρώτησες να μάθεις; Κι εσύ ρε δικηγόρε, στις αθλητικές εφημερίδες στέλνεις δέκα επιστολές τη βδομάδα. Αγοράζεις τις εφημερίδες και διαβάζεις μόνο τις επιστολές σου; Ούτε την ώρα του αγώνα δεν σκέφτηκες να διαβάσεις; Με βάλατε και τρέχω για πλάκα από τις έντεκα; Τι ώρα παίζουμε;». Ντροπαλά και με σκυφτό το κεφάλι οι δυό κολλητοί απάντησαν μαζί: «Ο πορτιέρης είπε στις επτά το βράδι...». Ήταν τρεις και πέντε. Το’ ριξα στην πλάκα:
– Προλαβαίνουμε για καφέ στη Μακρυνίτσα;
Κάτι τέτοια λέγαμε μεσημέρι με τον Κώστα και τον Μιχάλη μια Κυριακή του Οκτωβρίου στον Καρακόλιθο, ανήμερα του μνημόσυνου του Γιώργου. Η ώρα κόντευε τρισήμιση. Το ματς άρχιζε στις τέσσερις. Ετοιμαζόμασταν να σηκωθούμε.
Την ώρα εκείνη φτάνουν η νύφη κι ο γαμπρός. Κοντοστεκόμαστε. Μέσα στο μαγαζί παίζουν ήδη τα κλαρίνα. Κάποιοι συγγενείς χορεύουν. Το ζευγάρι είναι νέα παιδιά. Εικοσικάτι. Ο αγρότης γαμπρός, τραβώντας τη νύφη απ’ το χέρι, χουφτώνει το πόμολο της στρατζαριστής τζαμόπορτας και σπεύδει να ορμήσει στο γλέντι του. Η νύφη αντιστέκεται. Φρενάρει. Τον τραβάει απ’ το μανίκι: «Η μουσική», του ψιθυρίζει. «Τι έχει η μουσική;» ρωτάει ο γαμπρός. Η νύφη σκύβει και του λέει κάτι στ’ αυτί.
Έξω από τη τζαμόπορτα της χασαποταβέρνας ο γαμπρός κάνει νόημα στην ορχήστρα και στον υπεύθυνο της τελετής. Τα κλαρίνα σταματούν. Ο γαμπρός κοντοστέκεται και ισιώνει το παπιγιόν του. Η νύφη μαζεύει το τσουλούφι που ξέφυγε από το νυφιάτικο στέμμα. Από cd ακούγεται τώρα το «Γαμήλιο Εμβατήριο» του Μέντελσον, υπό τους ήχους του οποίου νύφη και γαμπρός ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν πανηγυρικά στη χασαποταβέρνα του Καρακόλιθου. Περίπου όπως στις ταινίες. Ακριβώς όπως στις χασαποταβέρνες της Αττικής, Βάρη ή Πάρνηθα μεριά…